- πρωτοζυξ
- πρωτόζυξπρωτό-ζυξζῠγος adj. досл. впервые сочетавшийся браком, (о любви) первый
(Κύπρις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(Κύπρις Anth.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
πρωτόζυξ — υγος, ὁ, ἡ, ΜΑ ο πρωτόζευκτος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πρωτ(ο) * + ζυξ (< ζεύγνυμι), πρβλ. ὁμό ζυξ] … Dictionary of Greek
πρωτοζύγων — πρώτοζυξ fem gen pl πρωτόζυξ masc/fem gen pl πρωτόζυγον front rank neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πρωτόζυγα — πρώτοζυξ fem acc sg πρωτόζυξ masc/fem acc sg πρωτόζυγον front rank neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)